γούπατο

γούπατο
το , γούπατος ο большая впадина, котловина, ложбина; яма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γούπατο" в других словарях:

  • γούπατο — το η γούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • γούπατο — το χαμήλωμα του εδάφους, βαθούλωμα, γούβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίφλογο — το φλόγα, λάμψη, ακτινοβολία («ο ήλιος έριχνε τ αντίφλογό του μέσ στο γούπατο», Βλαχογιάννης) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»